πραγμάτωση

πραγμάτωση
η
η πραγματοποίηση: Κάθε προσπάθειά μου αποβλέπει στην πραγμάτωση των σκοπών μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πραγμάτωση — η, Ν η πραγματοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πραγματώ. Η λ., στον λόγιο τ. πραγμάτωσις, μαρτυρείται από το 18β7 στον Δ. Αλεξανδρίδη] …   Dictionary of Greek

  • δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… …   Dictionary of Greek

  • εκτέλεση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού εκτελώ, πραγμάτωση, πραγματοποίηση, εκπλήρωση («εκτέλεση διαταγής, καθήκοντος, απόφασης κ.λπ.») 2. απόδοση μουσικού κομματιού, ο τρόπος με τον οποίο αποδόθηκε 3. θανατική εκτέλεση, η εκτέλεση τής θανατικής… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Καντ, Ιμάνουελ — (Immanuel Kant, Κένιξμπεργκ 1724 – 1804). Γερμανός φιλόσοφος. Ο Κ. είναι διάσημος μεταξύ άλλων, για τα έργα του Κριτική του καθαρού λόγου (1781, β’ έκδοση 1787), Κριτική του πρακτικού λόγου (1788) και Κριτική της δύναμης της κρίσης (1790), που… …   Dictionary of Greek

  • Κρότσε, Μπενεντέτο — (Benedetto Croce, Πεσκασερόλι, Άκουιλα 1866 – Νάπολη 1952). Ιταλός φιλόσοφος, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Αφού έχασε τους γονείς του στον σεισμό της Καζαμιτσόλα (Ίσκια), έζησε στη Ρώμη κοντά στον θείο και κηδεμόνα του, Σίλβιο Σπαβέντα …   Dictionary of Greek

  • Ντιούι, Τζον — (John Dewey, Μπάρλινγκτον, Βερμόντ 1859 – Νέα Υόρκη 1952). Αμερικανός φιλόσοφος. Δίδαξε φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Μινεσότα (1888 – 1889), του Μίσιγκαν (1889 94), του Σικάγου (1894 – 1904) –όπου υπήρξε διευθυντής του School of Education– και …   Dictionary of Greek

  • εκτέλεση — η 1. πραγμάτωση, πραγματοποίηση, εφαρμογή: Εκτέλεση καθήκοντος. – Εκτέλεση απόφασης. 2. (μουσ.), η απόδοση ή τρόπος με τον οποίο αποδόθηκε τραγούδι ή μουσικό κομμάτι: Άψογη ήταν η εκτέλεση του τραγουδιού. 3. η θανάτωση: Η εκτέλεση έγινε χθες. 4.… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αίρεση — Αρχικά ο όρος α. είχε φιλοσοφική και πολιτική σημασία και σήμαινε την προτίμηση που μπορούσε να έχει κανείς για μια ορισμένη φιλοσοφική διδασκαλία. Στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει μια φιλοσοφική σχολή, μια ομάδα ή κόμμα πολιτικό,… …   Dictionary of Greek

  • αγραριανιστής — ο [αγραριανισμός*] 1. ο οπαδός τού αγραριανισμού 2. ειδικότερα, αυτός ο οποίος συμμετέχει σε ένα κόμμα ή σε μια κίνηση, που έχει ως σκοπό την πραγμάτωση τών ιδεωδών τού αγραριανισμού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”